- αποβολιμαίος
- ἀπολιμαῑος, -ον (Α)1. φρ. «ἀποβολιμαῑος τῶν ὅπλων» — αυτός που πετάει τα όπλα του2. ο ανάξιος λόγου, αυτός που είναι για πέταμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + βόλιμος < βόλος ή βολή < βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποβολιμαῖος — apt to throw away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβολιμαῖα — ἀποβολιμαῖος apt to throw away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)